πεσιμιστικός

πεσιμιστικός
και παλ. τ. πεσσιμιστικός, -ή, -ό, Ν [πεσιμιστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεσιμισμό
2. απαισιόδοξος.
επίρρ...
πεσιμιστικά
με πεσιμιστικό τρόπο με απαισιοδοξία, απαισιόδοξα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεσιμιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πεσιμισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”